λημναίος

λημναίος
-α, -ο (Μ λημναῑος, -αία, -ον) [Λήμνος]
αυτός που προέρχεται από τη Λήμνο
νεοελλ.
(το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο Λημναίος, η Λημναία
ο κάτοικος τής Λήμνου ή αυτός που κατάγεται από τη Λήμνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υγροβιότοπος — και υγρότοπος, ο, Ν βιολ. ποτάμιος, λημναίος ή και θαλάσσιος χώρος με τις παρακείμενες εδαφικές εκτάσεις, όπου ζει και αναπτύσσεται ορισμένη χλωρίδα και πανίδα και όπου ορισμένα είδη έχουν όλες τις απαραίτητες συνθήκες για την εκπλήρωση μέρους ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”